- τεκμηριώ
- -όω, ΜΑβλ. τεκμηριώνω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεκμηριῶ — τεκμηριόω prove positively pres subj act 1st sg τεκμηριόω prove positively pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηρίῳ — τεκμήριον sure sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηριώνω — τεκμηριῶ, όω, ΝΜΑ, και μέσ. τεκμηριοῡμαι, όομαι, ΜΑ [τεκμήριον] αποδεικνύω με τεκμήρια, στηρίζω άποψη σε τεκμήριο (α. «δεν τεκμηρίωσε ικανοποιητικά την άποψή του» β. «τεκμηριοῑ δὲ μάλιστα Ὅμηρος», Θουκ.) νεοελλ. (το γ εν. πρόσ. ενεστ.)… … Dictionary of Greek
τεκμηρίωι — τεκμηρίῳ , τεκμήριον sure sign neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τεκμηρίωμα — τὸ, Α [τεκμηριῶ] το αποτέλεσμα τού τεκμηριῶ* … Dictionary of Greek
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
συντεκμηριούμαι — όομαι, Α συντεκμαίρομαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + τεκμηριῶ «αποδεικνύω, συμπεραίνω»] … Dictionary of Greek
τεκμηρίωση — η / τεκμηρίωσις, ώσεως, ΝΜΑ η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού τεκμηριώνω, η συναγωγή συμπεράσματος βάσει τεκμηρίων, η θεμελίωση μιας άποψης με τεκμήρια νεοελλ. 1. τεχνολ. σύστημα λειτουργιών και μεθόδων που διευκολύνει τη συλλογή, αναζήτηση και… … Dictionary of Greek